|
Ο αγαπημένος ηρωάς μου
Αν πάει ο λύκος να με δαγκώσει εκείνος θα ’ρθει και θα με σώσει. Κι αν μες στη ζούγκλα θα ’χω χαθεί εκείνος ξέρει πώς να με βρει. Είν’ ο μπαμπάς μου, είν’ ο μπαμπάς μου ο αγαπημένος ο ήρωάς μου. Ποιος Σούπερμαν, Ζορό, Μπρους Λη –τους βάζει κάτω όλους μαζί! Αν έρθει δράκος θα τον σκοτώσει, τους εφιάλτες μακριά θα διώξει και θα με κλείσει–αχ, τι χαρά!– μες στη ζεστή του την αγκαλιά. Κι αν γίνει κάτι και κατσουφιάσω ξέρει τον τρόπο να το ξεχάσω και θα με πάει και εκδρομή από την Κίνα ως τη Χιλή. |
Παράδοση απο μαμά σε μαμά
Η γιαγιά μου τηγανίζει τηγανίτες η μαμά ανοίγει φύλλο για γλυκό και τα δύο θέλουν μπόλικο αλεύρι, μαστοριά, μεράκι, αλάτι και νερό. Μανούλα φτιάξε μου χυμό καρότο το πίνει ο φίλος μου ο Πλάτων και τον είδα είναι ψηλός και δυνατός με ωραία επιδερμίδα. Θέλω μαμά μου απ’ τα χέρια σου γιαουρτόπιτα που δεν υπάρχει στα ζαχαροπλαστεία στη γεύση της να μάθω την αγάπη σου στο λέω αλήθεια με καρδιά και όχι αστεία. Θέλω μαμά μου απ’ τα χέρια σου γιαουρτόπιτα που δεν υπάρχει στα ζαχαροπλαστεία στη γεύση της πως νιώθω την αγάπη σου στο λέω αλήθεια με καρδιά και όχι αστεία. Ό,τι φτιάχνει η μαμά μου το ‘χει πάρει απ’ τη μαμά της κι η μαμά της το ‘χει μάθει απ’ τη μαμά της μαμάς της. |
|
|
Μανούλα μου ,μάνα μου ,μαμάκα
Μανούλα μου μάνα μου γλυκούλα Αγάπη μου, ελπίδα μητερούλα Δώσ’ μου κι άλλο κι άλλο χάδι σ’ έχω ανάγκη αυτό το βράδυ. Μαμά, μαμάκα μου μανούλι μ’ αρέσει να σε βλέπω με τον πατερούλη αγκαλιά να συζητάτε και να μου καλομιλάτε. Μαμά, μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμάκα, μανουλίτσα, μαμά, μάνα, μητέρα, μανούλα, μητέρα,μανουλίτσα! Μαμάκι μου αστέρι θαλπωρή μου μανούλα ευλογάς το πρωί μου κράτα μου το χέρι στην καρδιά ταξίδεψέ με σ’ όνειρα γλυκά. Μανούλα μου μάνα μου γλυκούλα Αγάπη μου, ελπίδα μητερούλα Δώσ’ μου κι άλλο κι άλλο χάδι σ’ έχω ανάγκη αυτό το βράδυ. |
Οι δικοί μου
Η μαμά μου η καλύτερη του κόσμου μου χαμογελά κι είναι τότε σαν ο κόσμος να ‘ναι ολόκληρος δικός μου. Ο μπαμπάς μου ο καλύτερος του κόσμου μου χαμογελά κι είναι τότε σαν ο κόσμος να ‘ναι ολόκληρος δικός μου. Το μικρό μας το καλύτερο του κόσμου κλαίει και γελά, ο μικρούλης αδελφός μου ειν’ ολόκληρος ο κόσμος. |
|
|
Μανούλα
Η πρώτη λέξη που θα πω τα μάτια σαν ανοίξω "μανούλα" θα 'ναι πάντοτε να 'ρθει να τη φιλήσω. Ένα πολύ γλυκό φιλί, στην αγκαλιά με παίρνει τον ήλιο δίπλα με χαρά νομίζω ότι φέρνει. Ανάλαφρα, χαρούμενα στο σπίτι τριγυρίζω κι ας είναι χιόνια στα βουνά, την άνοιξη μυρίζω. Έχω την πιο γλυκιά μανούλα, την αγαπώ πολύ πολύ γιατί για μένα είναι ευχούλα, που μ' έφερε σ' αυτή τη γη. Σαν μ' αγκαλιάζει, με φιλάει, νιώθω ν' ανοίγει ο ουρανός χίλια λουλούδια γύρω ανθίζουν κι ο ήλιος είναι λαμπερός. |
Για τον πατέρα
Θα σου χαρίσω ένα φιλί, θα σου πω μια καλημέρα, αγαπημένε μου πατέρα... Θα με κρατήσεις αγκαλιά, τα μαλλιά θα μου χαϊδέψεις κι ό,τι πω, θα το πιστέψεις... Θα μου ετοιμάσεις πρωινό και θα αδειάσεις το ψυγείο και σαν πηγαίνεις στη δουλειά, θα μ’ αφήσεις στο σχολείο R Ταραρα..ταρα...ταραραραραραρααα Και θα σου κάνω ζαβολιές και πολύ θα μου θυμώνεις μα αμέσως θα το μετανιώνεις... Θα μου αγοράζεις στα κρυφά παγωτά και καραμέλες κι αρκουδάκια με κορδέλες... Και θ’ αγκαλιάζεις τη μαμά και λιγάκι θα ζηλεύω για να μου δώσεις προσοχή θα γελώ και θα χορεύω Ταραρα..ταρα...ταραραραραραραααα θα σου πω μια καλημέρα, αγαπημένε μου πατέρα... Θα με κρατήσεις αγκαλιά, τα μαλλιά θα μου χαϊδέψεις κι ό,τι πω, θα το πιστέψεις... |
|
|
Της μάνας η καρδιά
Ένα παλληκάρι ήτανε μια φορά, που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά. Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά, «ζήτα μου οτιδήποτε» τής λέει τρυφερά. «Αν μ’ αγαπάς» τού είπε, με νάζι και καημό, «την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ» Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του, ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του. «Δώσε μου μάνα την καρδιά, στα πόδια της ν’ αφήσω» «Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στηνε χαρίζω» Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο, μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ’ τον πόνο. Γυμνή η καρδιά τού μίλησε, προτού να ξεψυχήσει: «Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;» Με ματωμένα χέρια φτάνει στο σπιτικό της, «να η καρδιά που γύρευες» και την αφήνει εμπρός της. Μα αυτή καν δεν τον κοίταξε κι άρχισε να γελάει, «μήπως θα `ταν καλύτερο να μού τη φέρεις Μάη...» |