28η οκτωβριου
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 η πατρίδα μας μπήκε στη δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Η σύγκρουση ήταν σκληρή. Σ' όλη τη διάρκεια του μεγάλου αγώνα, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν συμπαραστάτες, εκτός από τον απλό λαό, συγγραφείς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς, τραγουδιστές και συνθέτες.
Η σύγκρουση ήταν σκληρή. Σ' όλη τη διάρκεια του μεγάλου αγώνα, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν συμπαραστάτες, εκτός από τον απλό λαό, συγγραφείς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς, τραγουδιστές και συνθέτες.
ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
|
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Οι Έλληνες συνέχιζαν να αντιστέκονται. Με κίνδυνο της ζωής τους, εκείνοι που συμμετείχαν στην Αντίσταση μοίραζαν κρυφά προκηρύξεις κι έγραφαν στους τοίχους συνθήματα που καλούσαν τον ελληνικό λαό να διώξει τους κατακτητές.
ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ
Τρεισήμισι σχεδόν χρόνια κράτησε η Κατοχή. Στο διάστημα αυτό πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους... Έφτασε, όμως, η πολυπόθητη στιγμή της απελευθέρωσης. Η γαλανόλευκη υψώθηκε πάλι στην Ακρόπολη.
Οι καμπάνες χτυπούσαν ασταμάτητα, όλοι ήταν έξω στους δρόμους, αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν με δάκρυα στα μάτια...
Γράμμα από το μέτωπο
Απολογισμός - 50 εκατομμύρια νεκροί, 90 εκατομμύρια τραυματίες και 30 εκατομμύρια ανάπηροι. Αμέτρητες υλικές και ηθικές ζημίες. 50 χρόνια πέρασαν από τότε. Ο πόλεμος εξακολουθεί να δείχνει το σκληρό του πρόσωπο. Το αίτημα παραμένει ΕΙΡΗΝΗ Ποια αισθήματα; Ποιος λόγος ; Ποιο σωτήριο μήνυμα; Ειδοποιήστε αυτούς τους στρατιώτες εκεί που τουφεκίζουν το αύριο. Νικηφόρος Βρεττάκος θυμηθειτε αυτους τους στρατιωτες δίχως ψωμι στον ήλιο δίχως σφαίρες, μόνο μικρά οργισμένα ποτάμια κλείνουν τα περάσματα πίσω τους. Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνω σε άγνωστες πέτρες. Πάνω στο χιόνι, μαζί με τις ελιές τους και τ' αμπέλια τους, άλλος άφησε εκει ένα χέρι, άλλος άφησε εκει ένα πόδι, άλλος άφησε εκει ένα μεγάλο κομμάτι απο την ψυχή του. Καθένας και έναν ή πιότερους νεκρούς. Αυτούς τιμούμε, τη δική τους μνήμη γιορτάζουμε και θέλουμε να κρατήσουμε για πάντα ζωντανή και αυτό το γράμμα στέλνουμε σήμερα σε όλους τους Έλληνες Γράμμα από το μέτωπο, 30 Οκτωβρίου 1940, Αγαπημένη μου, μεσ’ το Καλπάκι σ’ ένα ρέμα κουρνιάσαν οι στρατιώτες βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες είναι οι λέξεις μετρημένες σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες ως την στιγμή που θα πεθάνω. Αχ, τι να σου γράψω αγαπημένη; Εδώ συμβαίνουνε πολλά, γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά... Ό,τι να γράψω δε μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά... Μα να... Επίθεση αρχίζει πάλι, νομίζω πως σου τα `πα όλα... Τώρα είναι η στιγμή είναι πολύ μεγάλη, τώρα μιλούν τα πολυβόλα... Τι να σου γράψω αγαπημένη, εδώ συμβαίνουν πολλά... Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά... Ό,τι να γράψω δε μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά... |
Ο Οκτώβρης
σημαία στα μπαλκόνια Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη Με γιασεμάκι χιώτικο, λευκό χρυσανθεμάκι Οκτώβρης ήρθε κι άνοιξε του κήπου το πορτάκι τα μάτια είχε χαμηλά, σεμνά και λυπημένα και κάτω από τα βλέφαρα δυο σύννεφα κρυμμένα. Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη. Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του Την άλλη μέρα το πρωί, θυμάται το ’40 τη σχολική παρέλαση, τη μεθυσμένη μπάντα τα γυριστά σαξόφωνα και τα χρυσά τρομπόνια κι αυτός σημαία υψώθηκε στης πόλης τα μπαλκόνια Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη. Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του. |
ΤΑ ΛΟΥΣΤΡΑΚΙΑ
Δουλειά και χαμαλίκι και βρωμα κι απλυσιά μαζεύτηκαν οι λύκοι να μπουν στην εκκλησιά. Κοιμάμαι στο χαλίκι χορταίνω από βρισιά και μ’ έχει σαν σκουλήκι του κόσμου η μπαμπεσιά. Πού θα πάμε, πού θα πάμε τι θα φάμε τι θα φάμε; Έκλεψα μια λαμαρίνα με ζεστή ζεστή φαρίνα. Σώπα σώπα, σώπα σώπα, δε μου το `πες δε σου το `πα πάψε πάψε, πάψε πάψε κι ό,τι βρεις μπροστά σου χάψε. |
Οι Ήρωες
Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους
έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά
κι άγνωστα τα 'θαψαν στην ερημιά.
Κανείς δε ξέρει που τα 'χουν θάψει,
κανείς δε πήγε για να τα κλάψει,
κανείς δεν έκαψε γι' αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έπλεξε γι' αυτά στεφάνι.
Ανώνυμ' ήρωες, άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ' αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.
Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
και φάροι Νίκης για μια μητέρα.
Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους
έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά
κι άγνωστα τα 'θαψαν στην ερημιά.
Κανείς δε ξέρει που τα 'χουν θάψει,
κανείς δε πήγε για να τα κλάψει,
κανείς δεν έκαψε γι' αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έπλεξε γι' αυτά στεφάνι.
Ανώνυμ' ήρωες, άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ' αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.
Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
και φάροι Νίκης για μια μητέρα.
Εμείς που μείναμε
Εμείς που μείναμε στο χώμα το σκληρό για τους νεκρούς θ’ ανάψουμε λιβάνι κι όταν χαθεί μακριά το καραβάνι του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη, στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό. Εμείς που μείναμε θα τρώμε το πρωί μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι, ένα τσαμπί σταφύλι από τ’ αμπέλι και δίχως πια του φόβου το τριβέλι, μπροστά θα προχωράμε στη ζωή. Εμείς που μείναμε θα βγούμε μια βραδιά στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι και πριν για πάντα η νύχτα να μας πάρει θα κάνουμε τη γη προσκυνητάρι και κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά. |
|
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ένα δέντρο που ανθίζει μες στον κόσμο μόνο του είναι ο μικρός στρατιώτης που μετράει τον πόνο του είναι ο μικρός στρατιώτης που μετράει τον πόνο του. Του μουσκεύουνε την χλαίνη χιόνια και άγριες βροχές και ένα γύρο σταυροπόδι τον φυλάνε οι κορφές Του μουσκεύουνε την χλαίνη χιόνια και άγριες βροχές και ένα γύρο σταυροπόδι τον φυλάνε οι κορφές Ένα χέρι που παγώνει με το όπλο μόνο του είναι αυτό που θα καρφώσει στην καρδιά τον πόνο του είναι αυτό που θα καρφώσει στην καρδιά τον πόνο του |
|
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ
Εκεί στη σκάλα την πλατιά στη σκάλα των δακρύων στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ στο λατομείο των θρήνων Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν, βράχο στη ράχη κουβαλούν βράχο σταυρό θανάτου. Εκεί ο Αντώνης τη φωνή φωνή, φωνή ακούει ω καμαράντ, ω καμαράντ βόηθα ν' ανέβω τη σκάλα. Μα κει στη σκάλα την πλατιά και των δακρύων τη σκάλα τέτοια βοήθεια είναι βρισιά τέτοια σπλαχνιά είν' κατάρα. Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί και κοκκινίζει η σκάλα κι εσύ λεβέντη μου έλα εδω βράχο διπλό κουβάλα. Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό μένα με λένε Αντώνη κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ στο μαρμαρένιο αλώνι.- |
|
ΜΑΝΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ
Μες στο βάλτο ξεκομμένοι δυο φαντάροι, δυο εχθροί Κι ο Αντρέας σημαδεύει στην καρδιά για να τους βρει Μην τους τουφεκάς, Αντρέα, μην τους τουφεκάς, γιατί είναι παλληκάρια νέα είναι σαν κι εμάς κι αυτοί Στη Βερόνα και στη Βρέμη μάνα θα τους περιμένει Είν’ εχθροί μας, είναι ξένοι, ποιος δεν το κατανοεί; Μα το θέλουν ορισμένοι να σκοτώνονται οι λαοί |
|
Τα παιδιά του 40
Τα παιδιά του 40 φοβισμένα πουλιά Τριγυρνούσαν στους δρόμους κοκαλιάρικα ωχρά Στη γραμμή περιμέναν και για ώρα πολλή Σε μικρό κατσαρόλι να τους βάλουν φαί Το ψωμί και το λάδι όνειρο ήταν γι’ αυτά Και νερόβραστα όσπρια τρώγανε ταχτικά Η σειρήνα όταν χτύπαγε τρέχανε ξαφνικά Καταφύγιο βρίσκανε σε υπόγεια υγρά Φύλαγέ μας Πατέρα στοργικέ μας Χριστέ Τέτοιον άλλονε πόλεμο να μην δούμε ποτέ! (Α. Καψάσκη) |
|
Οι Γερανοί
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες που πέσανε στη ματωμένη γη δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ' το χώμα, αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί. Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους απ' τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς κι ίσως γι' αυτό πολλές φορές σιωπώντας κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς. Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες που πέσανε στη ματωμένη γη δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ' το χώμα, αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί. Ρώσικο τραγούδι (απόδοση στίχων Γ. Ρίτσος) |
|
Το τραγούδι της σημαίας
Τώρα σημαία μου το αίμα και λάβαρο η λαβωματιά Ρίξε μου το στερνό σου βλέμμα αίμα στην άδεια μου καρδιά Όχι ποτέ μου δε σε δίνω στρατιώτη μου στην ξενιτιά Τραγούδι και χορό εγώ στήνω για σε στην ακροποταμιά |
|
Ο Μικρός Ήρωας
Από τη μια οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί για να σε βρουν αναστατώνουν την Αθήνα κι από την άλλη του πατέρα μου η φωνή: "Νομίζω πως τον κρύβεις στην κουζίνα". Εσύ να παίζεις με τον θάνατο κρυφτό κι αυτοί να σκίζουνε τα τεύχη τα κρυμμένα, μη σε τρομάζει το διπλό κυνηγητό, εσύ τους Γερμανούς κι αυτοί εμένα. Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση. Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση. "Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτητές, θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει". Όταν ακούω να μιλάνε γι’ Αφρική, για Βερολίνο, Βενετία και Παρίσι, σκέφτομαι, λέω, πού να ξέραν μερικοί πως σε όλα αυτά τα μέρη εγώ έχω ζήσει. Πως όταν ήταν στην Ελλάδα κατοχή, μέσα στις σφαίρες μες στο κρύο, μες την πείνα, με τους Εγγλέζους να εξοπλίζουνε τη γη μου έδειχνες μια ξένοιαστη Αθήνα. Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση. Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση. |
|
Το τραγούδι της λευτεριάς
Θα σας πω για να το μάθει ο ντουνιάς το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς, που το φέρνει ο αγέρας με τον πόνο της φλογέρας και που κρύβει τον καημό της λευτεριάς. Το τραγούδι της τρανής παλικαριάς που το λέει στα κορφοβούνια ο βοριάς και τ’ αντιλαλούν οι λόγγοι πέρα από το Μεσολόγγι κι απ’ το Σούλι ως το Χάνι της Γραβιάς. --------- η Ελλάδα είναι απ’ το Θεό σταλμένη, ------------ η Ελλάδα μας ποτέ της δεν πεθαίνει. Το τραγούδι που οι στροφές του οι παλιές φτάναν μέχρι τις ψηλές αητοφωλιές κι έτσι οι αετοί μαθαίναν πολεμώντας πως πεθαίναν παλληκάρια σε βουνά κι ακρογιαλιές. Το τραγούδι που είν’ αθάνατη πνοή, που το `λέγαν σαν γλεντούσαν κι οι θεοί, που τη νίκη ενός αγώνα πέρα `κεί στον Μαραθώνα, διηγιέται να ζηλεύουν οι λαοί. --------- η Ελλάδα μας η χιλιοδοξασμένη, ------------- η Ελλάδα μας η τόσο αδικημένη. |
|