η ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ
Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Πρόκειται για ένα μουσικό παραμύθι ενορχηστρωμένο για πιάνο και φωνή. Το κείμενο είναι του Περικλή Κοροβέση και η μουσική του Γιώργου Κουρουπού. Τραγουδά ο Σπύρος Σακκάς.
Η ιστορία έχει ως εξής:
τα ζώα του δάσους συγκεντρώνονται για να δημιουργήσουν τον αρχηγό τους δίνοντας το καθένα από ένα χαρακτηριστικό του. Ο αρχηγός όμως δεν θα μοιάζει με κανένα απ'αυτά. Τελικά, παρά τις συμβουλές των γηραιότερων ολοκληρώνουν το εγχείρημα και δημιουργούν τον άνθρωπο για να το μετανιώσουν όμως πολύ σύντομα με αποτέλεσμα να τον καταραστούν.
Η ερμηνεία του Σπύρου Σακκά εξαιρετική ,με μεγάλη εκφραστικότητα.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στον ακροατή το μεγάλο εύρος της φωνής του.
Πρόκειται για ένα μουσικό παραμύθι ενορχηστρωμένο για πιάνο και φωνή. Το κείμενο είναι του Περικλή Κοροβέση και η μουσική του Γιώργου Κουρουπού. Τραγουδά ο Σπύρος Σακκάς.
Η ιστορία έχει ως εξής:
τα ζώα του δάσους συγκεντρώνονται για να δημιουργήσουν τον αρχηγό τους δίνοντας το καθένα από ένα χαρακτηριστικό του. Ο αρχηγός όμως δεν θα μοιάζει με κανένα απ'αυτά. Τελικά, παρά τις συμβουλές των γηραιότερων ολοκληρώνουν το εγχείρημα και δημιουργούν τον άνθρωπο για να το μετανιώσουν όμως πολύ σύντομα με αποτέλεσμα να τον καταραστούν.
Η ερμηνεία του Σπύρου Σακκά εξαιρετική ,με μεγάλη εκφραστικότητα.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στον ακροατή το μεγάλο εύρος της φωνής του.
Οι δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Το φτωχό ποντίκι (Τρίτο τραγούδι για ποντίκια) Στην απέναντι αποθήκη μένει ένα φτωχό ποντίκι, όλα την ημέρα σκάβει και το νύχι του ανάβει. Σκάψε, σκάψε, σκάψε, σκάψε και τα όνειρα σου θάψε Η καημένη ποντικίνα την περνάει στην κουζίνα τα παιδιά πάνε σχολείο και δεν έχουνε βιβλίο. Σκάψε, σκάψε, σκάψε, σκάψε και τα όνειρα σου θάψε. Νοίκι, φως, τυρί και λάδι, τρεις ελιές και παξιμάδι πώς να φτάσουν τα λεφτά, δυο χιλιάδες δεκαεφτά. Σκάψε, σκάψε, σκάψε, σκάψε και τα όνειρα σου θάψε. Έτσι κάποτε μια μέρα δε θα φτάνει η φοβέρα. το ποντίκι θα θυμώσει κι όλους μας θα μας δαγκώσει χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπα για να βγεις από την τρύπα. |
Ροζ και μπλε ρουά
Ένα ροζ πειρατικό μεθυσμένο καράβι τσάκα τσάκα και στο τσακ κάνει ζικ, κάνει ζακ. Ένα ροζ πειρατικό πριν να πέσει στα βράχια, τ σάκα τσάκα και στο τσακ κάνει ζικ, κάνει ζακ Κούκου κούκου κούκου τζά τραγουδάει, γελά, Το ‘ριξε στο σορολόπ κάνει χιπ κάνει χοπ Κάνει τρέλες στα νερά και χορεύει τσατσά τσα τσα τσα τσα τσα τσα τσα, αχ και να ‘χε φτερά. Ένα τρένο μπλε ρουά φορτωμένο τραγούδια, γκάπα γκούπα ωχ και ουφ κάνει τσαφ κάνει τσουφ ένα τρένο μπλε ρουάστα βουνά σκαρφαλώνει, γκάπα γκούπα ωχ και ουφ κάνει τσαφ κάνει τσουφ Κούκου κούκου κούκου τζά τραγουδάει βογγά κάτι έγινε στο τσαφ κάνει τσουφ κάνει τσαφ Πάει η τρέλα στα βουνά και χορεύει τσα τσα τσα τσα τσα τσα τσα τσα τσα, αχ και να ‘χε φτερά. |
|
Ένας μικρός γλυκός Σεπτέμβρης Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα θέλει να παίξει ακόμα με τ’ άστρα τ’ ουρανού πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι, του κλέβουν το τραγούδι... Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του σωστό παλικαράκι τρυγάει τ’ αμπέλι του στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης φυσάει ο απηλιώτης... Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει, η νύχτα μεγαλώνει... |
|
Ο άγριος της Αβειρόν
Σ’ ένα δέντρο μες στο δάσος, μια φορά κι έναν καιρό, βρήκε ο καλός ο λύκος ένα τόσο δα μωρό. Με της λύκαινας το γάλα, από ανθρώπους μακριά, ρίζες έτρωγε και χόρτα και μεγάλωσε, αλλά. . . ΑΑΟΑΑΟΙ Α Α Ο Α Α Ο Ι έλεγε πρωί και βράδυ κείνο τ’ άγριο παιδί Α Α Ο Α Α Ο Ι κι όλοι οι φίλοι του εκεί, τι αρκούδες κι αλεπούδες, τι πουλιά και τι λαγοί! Έτσι ανάμεσα στα ζωα ζούσε όπως ζουν αυτά, μια σκαρφάλωνε στα δέντρα, μια κρεμόταν στα κλαδιά. Ώσπου κάποια μέρα το ‘δαν κάτι κυνηγοί γυμνό και το πήρανε στην πόλη σηκωτό, με το στανιό. ΑΑΟΑΑΟΙ ΑΑΟΑΑΟΙ έκλαιγε πρωί και βράδυ κείνο τ’ άγριο παιδί. Δίπλα στους ανθρώπους πια, με τους φίλους μακριά... Το ‘σκασε στο δάσος πάλι κι άρχισε να τραγουδά. ΑΑΟΑΑΟΙ κι όλοι οι φίλοι του εκεί, τι αρκούδες κι αλεπούδες, τι πουλιά και τι λαγοί! |
|