φωνη... η δικη σου ταυτοτητα
Το διάφραγμα βοηθά στον έλεγχο της αναπνοής και κάνει ξεκούραστο το τραγούδι χωρίς να κουράζεται ο λαιμός και χωρίς να κλείνει, να θαμπώνει και να βραχνιάζει η φωνή σου
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΦΩΝΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Ακροάσεις για....συζήτηση...
|
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 1.
|
|
|
ΧΑΣΑΠΙΚΟ 40
Ήλιε μου ήλιε μου βασιλιά μου
μη μ’ αφήνεις σήμερα
συννεφιά συννεφιά στην καρδιά μου
στο κορμί μου σίδερα
Αγόρι ματωμένο θεριά σε ζωσανε
χαράματα σε πήραν και σε σταυρώσανε
Ήλιε μου ήλιε μου βασιλιά μου
πες μου τι μου ζήλεψες
φώτισες μια στιγμή την καρδιά μου
κι ύστερα βασίλεψες
Αγόρι ματωμένο θεριά σε ζωσανε
χαράματα σε πήραν και σε σταυρώσανε
Ήλιε μου ήλιε μου βασιλιά μου
μη μ’ αφήνεις σήμερα
συννεφιά συννεφιά στην καρδιά μου
στο κορμί μου σίδερα
Αγόρι ματωμένο θεριά σε ζωσανε
χαράματα σε πήραν και σε σταυρώσανε
Ήλιε μου ήλιε μου βασιλιά μου
πες μου τι μου ζήλεψες
φώτισες μια στιγμή την καρδιά μου
κι ύστερα βασίλεψες
Αγόρι ματωμένο θεριά σε ζωσανε
χαράματα σε πήραν και σε σταυρώσανε
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 2.
Σ’ ένα εξπρές
Σκέφτηκες άραγε ποτές
σ' ένα σταθμό, σ' ένα εξπρές
πόσοι καημοί, πόσες χαρές
πόσες λαχτάρες.
Ένας πηγαίνει σε γιορτή
άλλος την πίκρα πάει να βρει
και οι τουρίστες στη γραμμή
με τις κιθάρες.
Είδες οι έρημοι σταθμοί
πώς σου ματώνουν την ψυχή
όταν απάνω στη γραμμή
πέφτει το βράδυ.
Ζούνε μονάχα μια στιγμή
ένα φανάρι, μια στολή
κι ύστερα πάλι η σιωπή
και το σκοτάδι.
Σκέφτηκες άραγε ποτές
όλες αυτές τις διαδρομές
σε ποιο σταθμό ήσουνα χθες
σε ποιο βαγόνι.
Σ' ένα εξπρές είσαι κι εσύ
που τρέχει πάνω στη ζωή
κι όλο μαζεύει η γραμμή
όλο τελειώνει.
3. Γέλαγε η Μαρία Κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής άστραφτε στον ήλιο κάποια τζαμαρία άρπαζες την πέτρα δίχως να σκεφτείς τίναζες το χέρι κάτω η τζαμαρία γέλαγε η Μαρία η Μαρία Κόβαμε διχάλες απ’ τη μυγδαλιά είχαμε ρημάξει τη φτωχή πλατεία έβαζες σημάδι γλόμπους και πουλιά και του κυρ Αλέκου τη χοντρή κυρία γέλαγε η Μαρία η Μαρία Πάνω στο πατίνι με τα ρουλεμάν τρέλαινες τον κόσμο απ’ τη φασαρία κι οι νοικοκυραίοι φώναζαν αμάν λέγαν θα καλέσουν την αστυνομία γέλαγε η Μαρία η Μαρία |
|
4.ΑΣ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΧΟΡΟΙ
Ας κρατήσουν οι χοροί και θα βρούμε αλλιώτικα στέκια επαρχιώτικα, βρε, ώσπου η σύναξις αυτή, σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί. Μέχρι τα ουράνια σώματα, με πομπούς και με κεραίες, φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες. Κάνει ο Γιώργος την αρχή, είμαστε, δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε, βρε, κι ο Γιαννάκης τραγουδεί, άμα είν’ όλα άγραφα κάτι θα βγει. Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα να κι ο Άλκης, ο μικρός μας, για να σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το Ροκ του μέλλοντός μας. Ο ουρανός είναι φωτιά, ανεμομαζώματα, σπίθες και κυκλώματα, βρε, και παρέες λαμπερές, το καθρέφτισμά τους στις ακρογιαλιές. Και είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Να κι ο Μπάμπης που έχει πιει κι η Λυδία ντρέπεται που όλο εκείνη βλέπετε, βρε, κι ο Αχιλλέας με τη Ζωή μπρος την πολαρόιντ κοιτούνε γελαστοί. Τότε η Έλενα η χορεύτρια, σκύβει στη μεριά του Τάσου και με μάτια κλειστά τραγουδούν αγκαλιά, ΕΘΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΓΕΙΑ ΣΟΥ! Τι να φταίει η Βουλή, τι να φταίν' οι εκπρόσωποι έρημοι κι απρόσωποι, βρε, αν πονάει η κεφαλή, φταίει η απρόσωπη αγάπη που 'χει βρει, μα η δικιά μου έχει όνομα, έχει σώμα και θρησκεία, και παππού σε μέρη αυτόνομα μέσα στην Τουρκοκρατία. Να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν? ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, βρε, με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς. Και στην νύχτας το λαμπάδιασμα να πυκνώνει ο δεσμός μας και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το Ροκ του μέλλοντός μας. |
|
5. Το Τριαντάφυλλο (Χατζιδάκις)
Είναι κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί, κι η δροσούλα δεν τ’ αγγίζει από φόβο μην καεί, ανοιχτό το μεσημέρι σαν κοράλλι, σαν παιδί, μες στα τζάμια, μαγεμένος, σκύβει ο ήλιος να το δει, άσπρο γίνεται, κι είν’ άσπρο, κοχυλάκι του γιαλού, σαν λιποθυμάει η μέρα στις βιολέτες του νερού. Κι όταν πια σημάνει η νύχτα, τη φλογέρα τη γλυκιά, και τ’ αστέρια αλλάξουν θέση στ' ουρανού την απλωσιά, πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί, μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί, πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί, μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί. |
|