ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΠΕΡΙΜΠΑΝΟΥ
Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανού κι ήτανε δεκαπέντε χρονών Έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό Μα της ζωής το κύμα το παράφορο σάρωσε βάρκες και κουπιά Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο ποιος τη θυμάται τώρα πια Περιμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανού κι ας μη με είχε ακούσει κανείς Έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινού προτού καρδιά μου πέτρα γενείς Μα της ζωής το κύμα... |
|
ΑΙΓΙΩΤΙΣΣΑ
Από την πόρτα σου περνώ, ωραία Αιγιώτισσα κι από τη γειτονιά σου, κόρη με τις ελιές και με τα μαύρα μάτια, τι έχεις κι όλο κλαις; Μου ειπαν σε μαλώνανε, ωραία Αιγιώτισσα, η μάνα σου και η θεία σου, κόρη με τις ελιές και με τα μαύρα μάτια, τι έχεις κι όλο κλαις; Μη σε μαλώνανε για με, ωραία Αιγιώτισσα, να μην ξαναπεράσω, κόρη με τις ελιές και με τα μαύρα μάτια, μη κάθεσαι και κλαις. Θα πάρω αερόπλανο, ωραία Αιγιώτισσα και θα ’ρθω να σε πάρω, κόρη με τις ελιές και με τα μαύρα μάτια, τι έχεις κι όλο κλαις. Κι αν 'εχεις μάνα μάγισσα , ωραία αιγιώτισσα τα μάγια δε με πιάνουν κόρη με τις ελιες και με τα μαύρα μάτια τι έχεις κι όλο κλαις |
|
|
ο κηπουρός
Θα `θελα να θα `θελα να `μουν κηπουρός σ’ ένα κοραλλένιο κήπο στο βυθό γερο πουρός θαυματοποιός με τα στοιχειά της νύχτας να μεθώ Θα `θελα να θα `θελα να `μουν παπουτσής το χρόνο να μετρώ με το σφυρί το γυάλινο γοβάκι της να κρύψω και κανείς να μην το βρει Βάλε βήμα κι έμπα στο χορό γέλα και συ αγαπούλα χρυσή βάλε βήμα κι έμπα στο χορό το δάκρυ σου είναι το δικό μου αθάνατο νερό Θα `θελα να θα `θελα να `μουν κυνηγός χαμένος σ’ ένα δάσος μαγικό σαν τον Ορφέα το μουσικό από τις μάγισσες να φαγωθώ Μ’ αφού δεν είμαι κηπουρός ας ήμουν της αγάπης μας φρουρός Μ’ αφού δεν είμαι κυνηγός ας ήμουν στην ποδιά σου ναυαγός Βάλε βήμα κι έμπα στο χορό γέλα και συ αγαπούλα χρυσή βάλε βήμα κι έμπα στο χορό το δάκρυ σου είναι το δικό μου αθάνατο νερό |
Στης ακρίβειας τον καιρό
Στης ακρί άιντε βρε στης ακρίβειας τον καιρό Στης ακρίβειας το καιρό επαντρεύτικα κι εγώ Και μου δώ άιντε βρε και μου δώσαν μια γυναίκα Και μου δώσαν μια γυναίκα που τρωγε για πέντε δέκα Πρώτο βρα άιντε βρε πρώτο βράδυ που την πήρα Πρώτο βράδυ που την πήρα έφαγε μια προβατίνα Και το δε άιντε βρε και το δεύτερο το βράδυ Και το δεύτερο το βράδυ προβατίνα και γελάδι Βρε γυναί άιντε βρε βρε γυναίκα κονομία Βρε γυναίκα κονομία τώρα που ‘ναι δυστυχία Άντρα μου άιντε βρε άντρα μου θέλω φουστάνι Άντρα μου θέλω φουστάνι γύρω γύρω με γαιτάνι Άντρα μου άιντε βρε άντρα μου θέλω καπέλο Άντρα μου θέλω καπέλο γύρω γύρω με το βέλο Άντρα μου άιντε βρε άντρα μου θέλω γοβάκια Άντρα μου θέλω γοβάκια γύρω γύρω με φιογκάκια |
|